τσαλαπατώ

τσαλαπατώ
τσαλαπάτησα, τσαλαπατήθηκα, τσαλαπατημένος
1. καταπατώ, ποδοπατώ, κλοτσοπατώ: Στο συνωστισμό τσαλαπατήθηκα.
2. μτφ., εξευτελίζω κάποιον: Με τα λόγια σου τον τσαλαπάτησες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσαλαπατώ — Ν 1. ποδοπατώ, καταστρέφω κάτι ποδοπατώντας το («βγήκε τρέχοντας έξω και τσαλαπάτησε ό,τι βρήκε μπροστά του») 2. εξευτελίζω, στραπατσάρω, τσαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πατώ, έχουν, όμως, διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον… …   Dictionary of Greek

  • τσαλαπάτημα — το, Ν [τσαλαπατώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσαλαπατώ, ποδοπάτημα 2. μτφ. πολύ μεγάλος εξευτελισμός, στραπάτσο …   Dictionary of Greek

  • κλοτσοπατώ — (Μ κλοτσοπατῶ, έω) 1. κλοτσώ και πατώ κάποιον ή κάτι, τσαλαπατώ 2. μτφ. περιφρονώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • λακπατώ — λακπατῶ, έω (Α) ποδοπατώ, τσαλαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ τού λάξ «με το πόδι» + πατῶ] …   Dictionary of Greek

  • λακτοπατώ — και λαχτοπατώ (Μ λακτοπατῶ, άω) 1. κλοτσοπατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ 2. μτφ. εξευτελίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λακπατῶ με επίδραση τού ρ. λακτίζω] …   Dictionary of Greek

  • πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… …   Dictionary of Greek

  • τροχίζω — ΝΜΑ, και τρουχίζω και τροχάω Ν νεοελλ. 1. ακονίζω κοπτικό εργαλείο, μαχαίρι ή ψαλίδι, με τον ακονιστικό τροχό ή με την ακόνη («παν να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. τραγούδι) 2. ιατρ. καθαρίζω και λειαίνω δόντι με τον τροχό 3 …   Dictionary of Greek

  • τσαλαπατάω — (χωρίς τύπο τσαλαπατώ), τσαλαπάτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταπατώ — και καταπατάω καταπάτησα, καταπατήθηκα, καταπατημένος 1. πατώ κάτι ή κάποιον με τα πόδια, ποδοπατώ, τσαλαπατώ: Όταν είδαν την πυρκαγιά, όλοι έσπευσαν έξω, και πολλά άτομα καταπατήθηκαν. 2. παραβαίνω, ακυρώνω: Τον καταπάτησε το νόμο. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλοτσοπατώ — και κλοτσοπατάω κλοτσοπάτησα, κλοτσοπατήθηκα, κλοτσοπατημένος, ποδοπατώ, τσαλαπατώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”