τσαλαπατώ — Ν 1. ποδοπατώ, καταστρέφω κάτι ποδοπατώντας το («βγήκε τρέχοντας έξω και τσαλαπάτησε ό,τι βρήκε μπροστά του») 2. εξευτελίζω, στραπατσάρω, τσαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πατώ, έχουν, όμως, διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον… … Dictionary of Greek
τσαλαπάτημα — το, Ν [τσαλαπατώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσαλαπατώ, ποδοπάτημα 2. μτφ. πολύ μεγάλος εξευτελισμός, στραπάτσο … Dictionary of Greek
κλοτσοπατώ — (Μ κλοτσοπατῶ, έω) 1. κλοτσώ και πατώ κάποιον ή κάτι, τσαλαπατώ 2. μτφ. περιφρονώ κάποιον … Dictionary of Greek
λακπατώ — λακπατῶ, έω (Α) ποδοπατώ, τσαλαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ τού λάξ «με το πόδι» + πατῶ] … Dictionary of Greek
λακτοπατώ — και λαχτοπατώ (Μ λακτοπατῶ, άω) 1. κλοτσοπατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ 2. μτφ. εξευτελίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λακπατῶ με επίδραση τού ρ. λακτίζω] … Dictionary of Greek
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
τροχίζω — ΝΜΑ, και τρουχίζω και τροχάω Ν νεοελλ. 1. ακονίζω κοπτικό εργαλείο, μαχαίρι ή ψαλίδι, με τον ακονιστικό τροχό ή με την ακόνη («παν να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. τραγούδι) 2. ιατρ. καθαρίζω και λειαίνω δόντι με τον τροχό 3 … Dictionary of Greek
τσαλαπατάω — (χωρίς τύπο τσαλαπατώ), τσαλαπάτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπατώ — και καταπατάω καταπάτησα, καταπατήθηκα, καταπατημένος 1. πατώ κάτι ή κάποιον με τα πόδια, ποδοπατώ, τσαλαπατώ: Όταν είδαν την πυρκαγιά, όλοι έσπευσαν έξω, και πολλά άτομα καταπατήθηκαν. 2. παραβαίνω, ακυρώνω: Τον καταπάτησε το νόμο. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλοτσοπατώ — και κλοτσοπατάω κλοτσοπάτησα, κλοτσοπατήθηκα, κλοτσοπατημένος, ποδοπατώ, τσαλαπατώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)